θυσάνῳ

θυσάνῳ
θύσανος
tassel
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θυσανώ — όω [θύσανος] δίνω σε κάτι σχήμα θυσάνου, σχηματίζω κάτι σαν θύσανο …   Dictionary of Greek

  • θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”